συγχωρίζω

συγχωρίζω
Α
1. αποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω
2. μετακινώ, απομακρύνω κάτι μαζί με κάτι άλλο
3. συγχωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χωρίζω. Η λ. με τη σημ. «συγχωρώ» αντί τού συγχωρῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγχωρίζεται — συγχωρίζω separate pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρισμός — ὁ, Α [συγχωρίζω] 1. συγχώρηση 2. παραχώρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”